- ωοφορίτιδα
- η, Νιατρ. άλλη ονομασία για την ωοθηκίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφόρος + κατάλ. -ίτιδα]. ωοφόρος, -α, -ο / ᾠοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ννεοελλ.1. ανατ. αυτός που περιέχει ωά ή ωάρια («ωοφόρος δίσκος»)2. φρ. «ωοφόρος σωρός»βοτ. τα κύτταρα που βρίσκονται στο άκρο τού εμβρυοσάκου, προς την μικροπύλη τής σπερμοβλάστηςαρχ.1. αυτός που γεννά αβγά («ἀκμάζουσι τῶν ἰχθύων οἱ μὲν ᾠοφόροι τοῡ ἔαρος», Αριστοτ.)2. φρ. «ὠδῑνες ᾠοφόροι» — οι πόνοι τής ωοτοκίας (Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.